- βιτσιά
- ηχτύπημα με βίτσα: Το άλογο άρχισε να τρέχει ύστερα από μια δυνατή βιτσιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιτσιά — η (Μ βιτσέα) το χτύπημα με βίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βιτσιά < μσν. βιτσέα < βίτσα] … Dictionary of Greek
βίτσισμα — το [βιτσίζω] 1. η βιτσιά 2. το άλμα («στο βίτσισμά πιανε πουλιά») … Dictionary of Greek
μεταδευτερώνω — και ματαδευτερώνω κάνω κάτι για δεύτερη φορά, επαναλαμβάνω κάτι («δίνει βιτσιά τού μαύρου του και πάει σαράντα μίλια και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε», Πολίτ.) … Dictionary of Greek
υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… … Dictionary of Greek
βίτσιο — το (λ. ιταλ.), συνήθεια που χαρακτηρίζεται από το πάθος, την παραξενιά και την υπερβολή: Από μικρός ήταν άτομο με πολλά βίτσια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιτσιόζος — α, ο αυτός που έχει βίτσια: Δεν τον θέλω για φίλο, γιατί είναι βιτσιόζος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)